- σιγομιλάω
- αμετ. тихо или медленно говорить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιγομιλάω — σιγομίλησα, μιλάω σιγά, χαμηλόφωνα, ψιθυρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)